πείθοντα

πείθοντα
πείθω
persuade
pres part act neut nom/voc/acc pl
πείθω
persuade
pres part act masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πείθοντ' — πείθοντα , πείθω persuade pres part act neut nom/voc/acc pl πείθοντα , πείθω persuade pres part act masc acc sg πείθοντι , πείθω persuade pres part act masc/neut dat sg πείθοντι , πείθω persuade pres ind act 3rd pl (doric) πείθοντε , πείθω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παριστάνω — και παρασταίνω / παριστάνω και παρίστημι και παριστῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. εικονίζω, εμφανίζω παράσταση, ζωγραφίζω, απεικονίζω (α. «η εικόνα παριστάνει τη Γέννηση τού Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά») 2. (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”